στενομούνα, η, ουσ. [<στενός + μουνί], γυναίκα που έχει στενό αιδοίο ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι έντονη ερωτική ζωή: «η τάδε είναι πολύ στενομούνα και πονάει με το παραμικρό».